Ήταν στην Πέμπτη Δημοτικού όταν μια μέρα άρχισα να παρατηρώ τον Πέτρο. Έναν συμμαθητή μου από την πρώτη δημοτικού που ποτέ δεν του έδωσα καμία σημασία, ώσπου μια μέρα ο δάσκαλος μας του αγόρασε μια τυρόπιτα από το κυλικείο του σχολείου και του την πρόσφερε.
Γέμισαν οι ουρανοί,
Γύπες και αετοί.
Γέμισαν και τα βουνά.
Τσακάλια και βιολιά.
Ήσαν τα όνειρα θολά σαν λες σαν αμαρτίες .
Που μες της κόλασης χαθήκαν τις σκιές
και ήταν αυτά που γνώρισες και είδες
κομμάτια από αγιάτρευτες πληγές .
Σεργιάναγα, σεργιάναγα στους δρόμους.
Μα τα σοκάκια δεν μου φτάναν όλης της γης.
Έτσι έφτιαξα δρόμους παρανόμους.
Πιο ψηλά από πρέπει και από την ίδια την ζωή.